- σουλουπώνω
- σουλουπώνω, σουλούπωσα βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σουλουπώνω — Ν [σουλούπι] τακτοποιώ, βελτιώνω την εμφάνιση ενός προσώπου ή πράγματος, ευτρεπίζω … Dictionary of Greek
σουλουπώνω — σουλούπωσα, σουλουπώθηκα, σουλουπωμένος, δίνω κάποια μορφή σε κάτι: Έδωσε το κοστούμι του στο ράφτη να το σουλουπώσει λιγάκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουλούπωμα — το, Ν [σουλουπώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού σουλουπώνω … Dictionary of Greek